- ἐσώτερος
- ἐσώτεροςinnermostmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εσώτερος — η, ο (ΑΜ ἐσώτερος, α, ον) (συγκριτ. βαθμός τού επιθ. έσω) [έσω] 1. αυτός που βρίσκεται μέσα περισσότερο από άλλους, ο ενδότερος, ο εσωτερικότερος. επίρρ... εσώτερον και εσωτέρω (ΑΜ ἐσωτέρω) πιο μέσα, εσωτερικότερα … Dictionary of Greek
ἐσωτέρων — ἐσώτερος innermost fem gen pl ἐσώτερος innermost masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσώτερον — ἐσώτερος innermost masc acc sg ἐσώτερος innermost neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσωτέραις — ἐσώτερος innermost fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσωτέροις — ἐσώτερος innermost masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσωτέρου — ἐσώτερος innermost masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσωτέρους — ἐσώτερος innermost masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσωτέρῳ — ἐσώτερος innermost masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσώτερα — ἐσώτερος innermost neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσώτεροι — ἐσώτερος innermost masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)